- ἰδιοπάθεια
- ἰδῐο-πάθεια [ῐδ, πᾰ], ἡ, Medic.,A affection having a local origin, Gal. 8.31, al., Alex.Aphr.Pr.2.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιδιοπάθεια — η (Α ἰδιοπάθεια) [ιδιοπαθής] νόσος που έχει τοπική προέλευση νεοελλ. νόσος τής οποίας η αιτιολογία είναι άγνωστη … Dictionary of Greek
ιδιοπαθώ — ιδιοπαθῶ, έω (Α) [ιδιοπαθής] 1. έχω ιδιοπάθεια 2. δείχνω προσωπικό ενδιαφέρον, λαμβάνω σοβαρά υπ όψιν μου κάτι … Dictionary of Greek